πλήσας

πλήσας
πλήσᾱς , πίμπλημι
fill
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • исполн — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прич. (греч. πλήρης ) исполненный; прич. (греч. πλήσας) …   Словарь церковнославянского языка

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • ρητλιάζω — Α εξομαλύνω, ισιώνω («πλήσας δὲ τὸ μέτρον καὶ ῥητλιάσας, ὁμολογεῑ, ὅτι πεπλήρωμαι» Επιφαν. Κ/πλ.) …   Dictionary of Greek

  • σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… …   Dictionary of Greek

  • χοαίος — αία, ον, Α αυτός που έχει περιεκτικότητα ενός χου («αἰτεῑ σκύφον χοαῑον, καὶ πλήσας οἴνου...», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς + κατάλ. αῖος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”